ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Τετάρτη 10:00-20:00
  Πέμπτη - Κυριακή 10:00-17:00
  Δευτέρα & Τρίτη κλειστά

Η Κυπριακή Συλλογή

Εξερευνήστε τη Συλλογή

Τίτλος έργου / Ονομ. αντικειμένου
Καλλιτέχνης / Δημιουργός
Χρονολογία (YYYY)
Αρ. αρχείου Λ.Π.
Τεχνικές
 

Ανθισμένα Δένδρα, 1986



Telemachos Kanthos (1910-1993)
Ανθισμένα Δένδρα, 1986
λάδι σε μουσαμά
AGLC 491 @ A.G Leventis Gallery

Οι μακρές παραμονές του Τηλέμαχου Κάνθου στη γενέτειρά του, την Άλωνα, τον έδεσαν αμετάκλητα με το ορεινό τοπίο της Κύπρου. Ο Κάνθος διδασκόταν από την επαφή του με το τοπίο. Μελετούσε το φως και το χρώμα, προσπαθώντας να τα συλλάβει με τη ζωγραφική του. Ξεκινώντας από τον Ιμπρεσιονισμό και περνώντας από τον Cézanne, έφθασε σε μια προσωπική βιωματική ζωγραφική.

Στα τοπία του ο Κάνθος αποδεικνύεται ιδιαίτερα λυρικός και κτίζει τις συνθέσεις του με μέτρο, ρυθμό και ισορροπία. Από αυτήν τη ζωγραφική της «ευφορίας» που τραγουδά με χρώμα το τοπίο απομακρύνθηκε μετά από το 1974, για να επανέλθει όμως και πάλι το 1979 με τη σειρά των έργων του Παραλλαγές από μια Αυλή. Συνταξιούχος πια και χωρίς άλλες υποχρεώσεις, με συχνές παραμονές στην Άλωνα, αφοσιώθηκε στη ζωγραφική του τοπίου και του χρώματος.

Οι πολυάριθμες τοπιογραφίες που δημιούργησε ο καλλιτέχνης κατά την περίοδο 1980-1993 συγκροτούν έναν διαφορετικό από τις προηγούμενες υφολογικό κύκλο. Συγκρινόμενες με την πρότερη τοπιογραφική του εργασία, χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ελευθερία, εξπρεσιονιστική διάθεση και αμεσότητα γραφής. Η πινελιά του γίνεται πιο χειρονομιακή και αναβαθμίζεται ο ρόλος του χρώματος. 

Το έργο Ανθισμένα Δένδρα, χρονολογείται το 1986. Χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε οι περισσότερες τοπιογραφίες του, από διαγώνια οργάνωση, στοιχείο που προσδίδει κίνηση και δυναμισμό. Ανοίγει κάτω δεξιά με έναν ανηφορικό καμπύλο δρόμο και, ακολουθώντας την προοπτική βατράχου, ο ζωγράφος μάς μεταφέρει την αίσθηση της ανωφέρειας του τοπίου. Οι πινελιές είναι γενναίες και γρήγορες, ενώ κάποιες εξόχως χονδρές, παχύρρευστες. Ακολουθούν ευθύγραμμη φορά, χαρίζοντας στο έργο τη διάσταση της ανοιχτοσύνης. Στη σύνθεση κυριαρχούν οι λευκοί έως γκριζολιλά τόνοι, που συνδιαλέγονται με τους πράσινους και τους πορτοκαλοκαφέ. Στην ελαιογραφία διαπιστώνεται σχηματοποίηση και αφαίρεση. Είναι προφανές ότι ο ζωγράφος δεν επιθυμεί να αποδώσει περιγραφικά το συγκεκριμένο τοπίο, αλλά να μας εμφυσήσει αυτήν την αίσθηση της ευδαιμονίας που του προκάλεσε η ανθισμένη φύση.

Share this:
About the artist

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1929-1932 και 1934-1938) με δασκάλους στο σχέδιο και στη ζωγραφική τους Ο. Αργυρό, Δ. Μπισκίνη, Σ. Βικάτο και Κ. Παρθένη, και στη χαρακτική τον Γ. Κεφαλληνό. Από το καλοκαίρι του 1936, με σύσταση της Σχολής, δούλεψε, ταυτόχρονα με τις σπουδές του, στο εργαστήριο γραφικών τεχνών Ασπιώτη-ΕΛΚΑ στην Κέρκυρα και στην Αθήνα έως το τέλος του 1938. Το 1939 συνεργάστηκε με τον Κεφαλληνό σε προσωπικές του εργασίες, ιδιαίτερα στο βιβλίο του Το Παγώνι. Ο πόλεμος τον έφερε στην Κύπρο, όπου και παρέμεινε έκτοτε. Μεταξύ των ετών 1942 και 1944 εργάστηκε ως καθηγητής τέχνης στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου και από το 1950 έως το 1969 στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Η εκπαίδευση επωφελήθηκε τα μέγιστα από την εμπνευσμένη προσφορά του και πολλοί νεότεροι καλλιτέχνες υπήρξαν μαθητές του. Στη δεκαετία του 1940 μετείχε ενεργά στη δημιουργία ντόπιας θεατρικής κίνησης, αναλαμβάνοντας τη σκηνογραφία και ενδυματολογία δεκάδων θεατρικών παραστάσεων του νεοσύστατου κυπριακού θεάτρου. Το 1964 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Κύπρου. Από το 1969 έως το 1975 υπήρξε μέλος της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας Κύπρου. Ανέπτυξε μεγάλη πολιτιστική δράση και υπήρξε συχνά μέλος καλλιτεχνικών επιτροπών του υπουργείου Παιδείας και άλλων δημόσιων φορέων. Το έργο του είναι ολοκληρωτικά εμπνευσμένο από το τοπίο και τους ανθρώπους της Κύπρου. Αφετηρία των προσωπικών εικαστικών του αναζητήσεων αποτέλεσε η τοπιογραφική ζωγραφική του 19ου αιώνα. Μελέτησε το έργο του J.-F. Millet και των άλλων ζωγράφων της Σχολής της Barbizon, όπως και του J.-B.-C. Corot. Στη συνέχεια άντλησε διδάγματα από τους Ιμπρεσιονιστές, τους Μεταϊμπρεσιονιστές και κυρίως από τον P. Cézanne. Εκφράστηκε μέσα από τη ζωγραφική (λάδι, ακουαρέλα) και τη χαρακτική. Το ζωγραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από μεγάλη εκφραστική δύναμη και λυρικότητα. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με την τοπιογραφία και μελέτησε σε βάθος το κυπριακό φως και χρώμα. Πρόθεσή του δεν υπήρξε η πιστή αντιγραφή των εξωτερικών χαρακτηριστικών των θεμάτων του, αλλά η ελεύθερη εικαστική μεταγραφή και ερμηνεία τους. Πέρα από την προσπάθειά του να αποδώσει τις τονικότητες του φως, δεν παραγνώρισε τα ουσιαστικά γνωρίσματα του κυπριακού χώρου, τα οποία πρόβαλλε με τη διακριτική απλοποίηση, τη σχηματοποίηση και την αφαίρεση των παραπληρωματικών και ανεκδοτολογικών θεμάτων. Γνώστης του χρώματος, το χρησιμοποίησε με τόλμη και ευαισθησία για να απεικονίσει το θεματικό περιεχόμενο, για να προσδώσει παράλληλα όγκους και προοπτική και τελικά για να ολοκληρώσει το εκφραστικό περιεχόμενο του θέματος. Προκειμένου να ενεργοποιήσει τις συνθέσεις του, επέλεξε την αντίθεση. Στα παλαιότερα έργα του προτιμούσε τις τονικές αντιθέσεις, όμως στη συνέχεια στρεφόταν όλο και περισσότερο στις χρωματικές. Για την απόδοση καλοκαιρινών τοπίων, ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η χρήση μιας σειράς από ώχρες που κατασκεύαζε ο ίδιος αναμειγνύοντας κυπριακές όμπρες. Εκτός από τοπιογραφίες, φιλοτέχνησε και έργα με σκηνές από την καθημερινή ζωή του χωριού και της πόλης, καθώς και συνθέσεις που αναφέρονται στην τραγωδία της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή το 1974. Ένα από τα τελευταία έργα του, το μεγαλύτερο σε μέγεθος, είναι μια σύνθεση για το γυναικοπάζαρο που βασίζεται σε παλαιότερα σχέδια. Το σχέδιο κατέχει μεγάλο μέρος της δημιουργίας του. Προικισμένος με σχεδιαστική οξυδέρκεια, έδωσε σχέδια που τα χαρακτηρίζει η σαφήνεια, η ακρίβεια, η ευγένεια και η εσωτερικότητα. Το χαρακτικό του έργο χωρίζεται σε αυτό που δημιούργησε τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή του στην Κύπρο και στη συνέχεια σποραδικά έως το 1973 και σε εκείνο που χάραξε μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Στην πρώτη περίοδο εμπνέεται θεματικά από την καθημερινότητα της αγροτικής ζωής. Πρόκειται για αυστηρά δομημένες, ποιητικές όμως και ειρηνικές συνθέσεις, που ισορροπούν μέσα από τις αντιθέσεις του άσπρου και του μαύρου, των γεμάτων και των κενών επιφανειών. Στη σειρά των χαρακτικών Σκληροί Χρόνοι που δημιούργησε μετά το 1974 προβάλλει περισσότερο μνημειακός και επικός. Η σειρά χαρακτηρίζεται από δραματικότητα και ένταση. Χωρίς να απομακρύνεται από το πραγματικό, απλοποιεί, σχηματοποιεί και χρησιμοποιεί εξπρεσιονιστικούς τύπους για να εκφράσει δυνατά συναισθήματα. Οι μορφές τοποθετούνται σε έναν πιεστικό και ουδέτερο χώρο, που επιτείνει την τραγικότητα της σκηνής. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις (Λευκωσία, 1931, 1940• Αμμόχωστος, 1934, 1960• Ένωση Νέων Τραστ, Λευκωσία, 1959• Χίλτον, Αθήνα, 1972• Γκαλερί Αργώ, Λευκωσία, 1973, 1992• γκαλερί Ζυγός, Λευκωσία, 1979• αναδρομική έκθεση, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα, 1982• Πύλη Αμμοχώστου, Λευκωσία, 1983• Γκαλερί Γκλόρια, Λευκωσία, 1991• Palais Pálffy, Βιέννη, 1991• αναδρομική έκθεση, Κρατική Πινακοθήκη, Λευκωσία, 1996). Πήρε επίσης μέρος σε ομαδικές (Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, Αθήνα, 1962• γκαλερί Απόφαση, Λευκωσία, 1962• Παγκύπριες 1964, 1965, 1966, 1967, 1971• Κάιρο, 1965• Βοστόνη, 1967• Πανελλήνιες 1971, 1975• Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα, 1975• Βελιγράδι, 1977• Σόφια, 1979• Δημήτρια, Θεσσαλονίκη, 1979• Βουκουρέστι, Πράγα, Βουδαπέστη, Σόφια, 1981-1982• Μπιεννάλε Αλεξάνδρειας, 1984• Το Δένδρο, Δημοτικό Κέντρο Τεχνών, Λευκωσία, 1993 κ.ά.). Έργα του βρίσκονται στην Κύπρο (Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης στη Λευκωσία, Πινακοθήκη Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Δημοτική Πινακοθήκη Αμμοχώστου - κατεχόμενη, Δημοτική Πινακοθήκη Λεμεσού, Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη), στην Ελλάδα (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Πινακοθήκη Δήμου Αθηνών, Συλλογή Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, Τράπεζα της Ελλάδος) κ.α.

More paintings of the artist
© Copyright © 2024 A. G. Leventis Gallery  |  Terms of Use