ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Τετάρτη 10:00-20:00
  Πέμπτη - Κυριακή 10:00-17:00
  Δευτέρα & Τρίτη κλειστά

Η Συλλογή του Παρισιού

Εξερευνήστε τη Συλλογή

Τίτλος έργου / Ονομ. αντικειμένου
Καλλιτέχνης / Δημιουργός
Χρονολογία (YYYY)
Αρ. αρχείου Λ.Π.
Τεχνικές
 

La Collerette (Claude Renoir) / Η Κολαρίνα (Πορτραίτο του Claude Renoir)



Pierre-Auguste Renoir (1841-1919)
La Collerette (Claude Renoir) / Η Κολαρίνα (Πορτραίτο του Claude Renoir)
λάδι σε μουσαμά
AGLC 357 @ A.G Leventis Gallery

Ανάμεσα στους ζωγράφους που, μετά την πρώτη τους έκθεση στο Παρίσι το 1874, ονο μάστηκαν «Ιμπρεσιονιστές», κοινό και κριτικοί της εποχής έδειξαν άμεσα την προτίμησή τους σε έναν καλλιτέχνη: στον Pierre-Auguste Renoir, που ξεχώ ριζε κυρίως για την απόδοση της ανθρώπινης μορ φής. Τα πιο γνωστά αριστουργήματά του –La Loge (1874∙ Λονδίνο, Courtauld Gallery), Bal du Moulin de la Galette (1876∙ Παρίσι, Musée d’Orsay), Le Déjeuner des Canotiers (1880-1881∙ Ουάσινγκτον, DC, Phillips Collection)– απεικονίζουν σκηνές της σύγχρονης ζωής, στις οποίες κάθε μορφή (τις περισσότερες φορές τα μοντέλα του ήταν ερασιτέχνες ή φίλοι του) διατηρεί έντονα την ιδιαιτερότητά της. Παράλληλα, από τα πρώ τα βήματα της καλλιτεχνικής του διαδρομής, ο Renoir θεωρήθηκε ένας από τους πλέον αξιόλογους προσω πογράφους της εποχής του. Η τέχνη της προσωπο γραφίας εξασφάλιζε ταυτόχρονα στον καλλιτέχνη την ανάλογη οικονομική άνεση. Ο Renoir είχε επιλέξει και προσωπογραφίες μεταξύ των πρώτων έργων που έστει λε στο Σαλόν του Παρισιού∙ μάλιστα, η πρώτη επίσημη –και ουσιαστική– επιτυχία σημειώθηκε το 1879 με το πορτραίτο της Madame Charpentier και των παιδιών της (Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum of Art). Από εκείνη τη στιγμή, μια ολόκληρη σειρά από παραγγελίες προσωπογραφιών, ιδίως παιδικών, συνέβαλλαν σταδια κά στην εδραίωσή του στον κόσμο της τέχνης.     

 Όταν ο Renoir ήταν πλέον διάσημος, αναλάμβανε ελά χιστες προσωπογραφίες κατά παραγγελία και περιορί στηκε στην απεικόνιση φίλων και συγγενών. Ζωγράφιζε συχνά τους γιους του, τον Pierre Renoir (1885-1952), που εξελίχθηκε σε σπουδαίο ηθοποιό, και τον Jean Renoir (1894-1979), που καθιερώθηκε διεθνώς ως σκηνοθέτης. Ο μικρότερος γιος του, ο Claude Renoir, γνωστός και ως Coco (1901-1969), ήταν πολύ συχνά το μοντέλο του Renoir στα τελευταία χρόνια της σταδιο δρομίας του. Η Κολαρίνα παραλληλίζεται με ένα ολόσω μο πορτραίτο του νεαρού αγοριού που χρονολογείται το 1909 (Παρίσι, Musée de l’Orangerie, Συλλογή Jean Walter και Paul Guillaume), όπου ο Coco απεικονίζε ται με στολή κλόουν. Φορά ένα φαρδύ, ριχτό κόκκινο ένδυμα και άσπρο καλσόν και προβάλλει μπροστά από ένα θεατρικό σκηνικό, που περιλαμβάνει μαρμάρινο κίονα και παραστάδα. Αποπνέοντας βαρύτητα και υπο δηλώνοντας έναν πολυτελή διάκοσμο που αποδίδεται με λεπτομέρεια, το έργο ηθελημένα παραπέμπει στην παράδοση της προσωπογραφίας των Παλαιών Δασκά λων. Ο Velázquez (1599-1660), ο Rubens (1577-1640), ή ο Veronese (1528-1588), καλλιτέχνες που ανήκαν σε ένα παρελθόν που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Renoir, μνημονεύονται γενικά από τους μελετητές αυτού του επιβλητικού πορτραίτου. Συγχρόνως, αυτή η ολόσω μη απεικόνιση του κλόουν που στέκεται αντίκρυ του θεατή παραπέμπει στο αριστούργημα του Antoine Watteau (1684-1721), τον Pierrot, παλαιότερα γνωστό ως Gilles, το οποίο ο Renoir θα μπορούσε να είχε θαυ μάσει στο Λούβρο. Από τον διφορούμενο κόσμο του τσίρκου και του θεάματος –που γοήτευσε πολλούς καλλιτέχνες, από τον Edgar Degas (1834-1917) έως τον Henri de Toulouse-Lautrec (1864-1901) και από τον Georges Seurat (1859-1891) έως τον Pablo Picasso (1881-1973)– ο Renoir φαίνεται πως προτιμούσε το καρναβάλι και τα μεταμφιεσμένα παιδιά· το 1902 είχε ήδη ζωγραφίσει τον Jean Renoir, που τότε ήταν στην ίδια ηλικία με τον Coco, με μια λευκή στολή πιερότου, αποδίδοντας με περισσή δεξιοτεχνία το σατέν ύφασμα (Detroit Institute of Arts). Όμως, και στην προσωπο γραφία του Coco, ο Renoir χειρίστηκε με χαρακτηριστι κή δεξιότητα τις εικαστικές δυνατότητες που του προ σέφερε η στολή, αντιπαραθέτοντας το κόκκινο χρώμα, το λευκό της κολαρίνας και το μαύρο του σκούφου.    

Αυτές οι δροσερές απεικονίσεις των παιδιών αντιδια στέλλονται με το πορτραίτο του επαγγελματία κλόουν James Bollinger Mazutreek που ζωγράφισε ο Renoir στην αρχή της σταδιοδρομίας του, το 1868 (Otterlo, Rijksmuseum Kröller-Muller)∙ με πρόσωπο βαμμένο και αινιγματικό βλέμμα, ο Mazutreek μοιάζει να ενσαρ κώνει ιδανικά τον ρόλο του επί σκηνής.    

Ο Claude Renoir, ενήλικας πια, αναπολούσε κεφάτα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πόζαρε ως κλόουν για τον μεγάλο πίνακα του 1909 (η χρονολογία από τον ίδιο τον Renoir) που βρίσκεται στο Musée de l’Orangerie. Η δημιουργία του έργου δεν κύλησε απρόσκοπτα: «Θυμάμαι τις δραματικές στιγμές που σημάδευσαν τις τελευταίες συνεδρίες του πορτραί του μου ως κόκκινου κλόουν. Πρέπει να ήμουν εν νέα ή δέκα· η στολή συμπληρωνόταν από ένα άσπρο καλσόν, το οποία αρνιόμουν πεισματικά να φορέσω. Για να τελειώσει ο πίνακας, ο πατέρας μου απαιτού σε να φορέσω το καλσόν· δεν γινόταν τίποτα· μου προκαλούσε φαγούρα. Και τότε, η μητέρα μου έφερε ένα μεταξωτό καλσόν· με γαργαλούσε. Εκτο ξεύθηκαν απειλές και ύστερα έγιναν διαπραγματεύ σεις· μου υποσχέθηκαν με τη σειρά: ένα χέρι ξύλο, ένα ηλεκτρικό τρένο, εγκλεισμό σε οικοτροφείο και ένα κουτί λαδομπογιές. Τελικά, δέχτηκα να φορέσω ένα βαμβακερό καλσόν για λίγα λεπτά· ο πατέρας μου, ελέγχοντας την οργή του αλλά κοντεύοντας να εκραγεί, τελείωσε τον πίνακα, αν και διαρκώς κου νιόμουν προσπαθώντας να ξυστώ».    

Αντί για ένα σκίτσο για την ολόσωμη προσωπογραφία του Musée de l’Orangerie, με το πρόσωπό του λείο σαν πορσελάνη, ο πίνακας της Συλλογής Α. Γ. Λεβέντη, με τις πιο ορατές πινελιές του, μοιάζει να είναι μια επανά ληψη που περιορίζεται στο πρόσωπο του νεαρού μο ντέλου. Επάνω σε έναν καλής ποιότητας μουσαμά του εμπορίου, ο Renoir ζωγραφίζει σκεπάζοντας με χρώμα ένα γρήγορο σκίτσο, που όμως μένει ορατό σε κάποια σημεία του έργου. Μοιάζει να φιλοτεχνήθηκε πρώτα σε μουσαμά και στη συνέχεια να τοποθετήθηκε σε τελάρο. Η πρακτική αυτή απαντά συχνά στον Renoir, κυρίως προς το τέλος της καριέρας του: ζωγράφιζε δι αφορετικά και ασύνδετα μεταξύ τους θέματα επάνω στον ίδιο καμβά, έπειτα τον έκοβε και τοποθετούσε τα κομμάτια σε τελάρα. Η Κολαρίνα αποκτήθηκε από τον Αναστάσιο Γ. Λεβέντη το 1964 και έκτοτε δεν έχει ποτέ παρουσιαστεί∙ πράγματι, πρόκειται για μια σημαντική ανακάλυψη που θα ενθουσιάσει τους επισκέπτες της Λεβεντείου Πινακοθήκης.

 

Share this:
About the artist

Άρχισε να εργάζεται ως ζωγράφος πορσελάνης σε ηλικία 13 ετών. Το 1862 ξεκίνησε η μαθητεία του στο ατελιέ του Charles Gleyre, όπου γνώρισε τους Claude Monet, Frédéric Bazille και Alfred Sisley, μαζί με τους οποίους αργότερα ηγήθηκε του ιμπρεσιονιστικού κινήματος. Είναι γνωστός για τις προσωπογραφίες του –ιδίως για τα παιδικά πορτραίτα του–, για τα αισθησιακά γυμνά, τις νεκρές φύσεις με λουλούδια, καθώς και για τις σκηνές από τη σύγχρονη ζωή της εποχής του, στις οποίες κάθε μορφή διατηρεί τη μοναδικότητά της. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, πειραματιζόταν συνεχώς με καινούργιες τεχνικές και τεχνοτροπίες, ενώ υπήρξε ο πρώτος Ιμπρεσιονιστής που απομακρύνθηκε από τις βασικές αρχές του κινήματος. Δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις, από τον Ραφαήλ, τον Velázquez και τον Rubens έως τους ζωγράφους του Ροκοκό, τον Ingres και τους καλλιτέχνες της εποχής του. Παρά τους ρευματισμούς που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία του χρόνια, ζωγράφιζε μέχρι τις τελευταίες ώρες της ζωής του.

More paintings of the artist
© Copyright © 2024 A. G. Leventis Gallery  |  Terms of Use