Το έργο απεικονίζει μία άποψη ενός κυπριακού χωριού. Η σύνθεση οργανώνεται στη βάση της προοπτικής βατράχου. Ο θεατής εισέρχεται στο έργο από μια ανοιχτή κόκκινη πόρτα και ακολουθεί τον ανηφορικό δρόμο που διασχίζει μια χαρακτηριστική γειτονιά. Κάποια υφολογικά εξωτερικά στοιχεία δηλώνουν σαφείς επιρροές από τον Γεώργιο Πολ. Γεωργίου. Όπως ο Γεωργίου, έτσι και ο Φώτος Χατζησωτηρίου, παραμορφώνει ελαφρώς τα κτίσματά του, δημιουργώντας μια κινητικότητα που δίνει πνοή και ζωή στην ύλη. Η χρωματική παλέτα του έργου είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, με τα καθαρά κόκκινα, γαλάζια και πράσινα που γράφονται επάνω στις λευκές φωτεινές επιφάνειες.
Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Εμπορική Σχολή Αθηνών και στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Με τη ζωγραφική ασχολήθηκε συστηματικά από τα νεανικά του χρόνια και ήταν αυτοδίδακτος. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Ήταν αδελφός του Ξάνθου Χατζησωτηρίου (βλ. ανωτέρω). Η θεματογραφία του περιλαμβάνει ως επί το πλείστον ηθογραφικές σκηνές από την κυπριακή παραδοσιακή αγροτική ζωή. Στα έργα του συνήθως συνδυάζει το οικοδομημένο περιβάλλον με την ανθρώπινη μορφή ή με σκηνές από την καθημερινή ζωή των χωριών. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από λαϊκότροπα στοιχεία, σχηματοποίηση, απλοποίηση, έντονα καθαρά χρώματα και έμφαση στις γραφικές λεπτομέρειες. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Κύπρο (1941, 1947, 1953, 1957, 1962, 1976, 1978, 1979, 1981, 1991) και στην Αθήνα το 1978. Συμμετείχε επίσης σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό.